-
1 посуда
-ы θ.1. αθρσ. τα σκεύη, τα αγγεία•столовая посуда τραπεζοσκευή, επιτραπέζια σκεύη, σερβίτσιο•
кухонная посуда τα μαγειρικά σκεύη•
чаиная посуда σερβίτσιο του τσαγιού.
2. αγγείο, δοχείο.3. (διαλκ.) μικρό σκάφος, ιστιοφόρο.εκφρ.битая посуда два века живт – παρμ. ο κάλπικος παράς δε χάνεται (για ανάξιο άνθρωπο).